αμειψισπορά

αμειψισπορά
Στη γεωργία ονομάζεται α. η εναλλαγή στο ίδιο τμήμα εδάφους και για έναν καθορισμένο αριθμό ετών (κύκλος δύο και πλέον ετών) διαφόρων ποωδών καλλιεργειών, κατά μια ορισμένη τάξη, μέχρι την επαναφορά της αρχικής καλλιέργειας (συνεχής κυκλική α.). Υπάρχουν επίσης ετήσιοι κύκλοι, όπου την κύρια καλλιέργεια (π.χ. σιτάρι) διαδέχεται μια δευτερεύουσα μικρής διάρκειας, αλλά γρήγορης ανάπτυξης και χωρίς υπερβολικές απαιτήσεις (επίσπορη καλλιέργεια), όπως μπορεί να είναι η σπορά ορισμένων δημητριακών (υβρίδια αραβοσίτου, κεχρί κλπ.) ή νομευτικών φυτών ή και κηπευτικών (φασόλια, μπιζέλια, πατάτες, λάχανα κλπ.). Αντίθετα, σε πιο πρωτόγονες αγροτικές συνθήκες, εγκαταλείπεται από καιρό σε καιρό ακαλλιέργητο το έδαφος, για να αναχλοανθεί μόνο του (αγρανάπαυση) και χρησιμοποιείται για βοσκή. Η χρησιμότητα της α. προκύπτει από το γεγονός ότι μια μονοκαλλιέργεια συνεπάγεται εξάντληση του εδάφους συνεχώς προς την ίδια κατεύθυνση (κόπωση του εδάφους), επειδή κάθε φυτό έχει ιδιαίτερες εδαφικές και καλλιεργητικές απαιτήσεις. Γι’ αυτό τον λόγο, κατά την εφαρμογή της α. τα φυτά διακρίνονται σε βελτιωτικά και εξαντλητικά για το έδαφος· βελτιωτικά θεωρούνται κατά κανόνα αυτά που απαιτούν βαθιές εργασίες και πλούσια λίπανση (βελτιωτικά ανανέωσης), αυτά που πρέπει να σκαλίζονται συχνά και να περιχώνονται ή αυτά που έχουν την ιδιότητα να δεσμεύουν το ατμοσφαιρικό άζωτο, όπως τα κτηνοτροφικά ψυχανθή (ριζοβακτήριο, χλωρή λίπανση). Η χρησιμότητα αυτής της εναλλαγής καλλιεργειών ήταν ήδη γνωστή από την αρχαιότητα. Οι Ρωμαίοι είχαν προσέξει πως οι καλλιέργειες που ακολουθούσαν τα ψυχανθή έδιναν καλύτερα αποτελέσματα από τις καλλιέργειες που ακολουθούσαν άλλα είδη φυτών. Αυτό το φαινόμενο το ονόμαζαν sideratio (κεραυνοβόληση της βλάστησης) και το απέδιδαν σε κοσμική ενέργεια· αργότερα ανακαλύφθηκε ότι θα έπρεπε να αποδοθεί σε ορισμένα βακτηρίδια που συμβιούσαν με τα ψυχανθή. Σε νεότερους χρόνους, για την ακρίβεια περίπου στο τέλος του 19ου αι., τη χρήση του όρου αυτού πρότειναν o Βιλ στη Γαλλία και o Σολάρι στην Ιταλία (γαλλ. sideration, ιταλ. siderazione) για μια ειδική περίπτωση α., στην οποία κτηνοτροφικά ψυχανθή που έχουν λιπανθεί με χημικά λιπάσματα, παραχώνονται με το όργωμα και εναλλάσσονται τον επόμενο χρόνο με άλλες καλλιέργειες· με αυτό τον τρόπο η χημική λίπανση ξαναδίνει ή παρέχει προκαταβολικά στο χώμα τα ανόργανα στοιχεία της γονιμότητας. Στην πραγματικότητα, η μέθοδος αυτή βασιζόταν, τουλάχιστον σύμφωνα με τον Βιλ, στην αρχή του αποκλεισμού από τη γεωργική εκμετάλλευση των ζώων ως παράγοντα εργασίας και παραγωγής οργανικών λιπασμάτων, τα οποία χρησιμοποιούνταν αντί των ανόργανων· ωστόσο, στον Βιλ οφείλεται η προβολή της σημασίας των ανόργανων λιπασμάτων και της ωφέλειας που προκύπτει από τη χλωρή λίπανση. Η καλλιέργεια της πατάτας εντάσσεται συχνά σε αυτές της αμειψισποράς. (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
* * *
η (Γεωπ.)
σύστημα καλλιέργειας, κατά το οποίο σε έναν αγρό καλλιεργούνται διάφορα φυτά κατά μία συγκεκριμένη σειρά διαδοχής για να βελτιωθεί το έδαφος, ή να αυξηθεί η παραγωγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμειψι-* + σπορά. Η λέξη, που πλάστηκε κατά το πρότυπο τών αρχαίων λέξεων με α' συνθ. ἀμειψι-*, αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. assolement].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμειψισπορά — η η εναλλαγή διάφορων καλλιεργειών στο ίδιο χωράφι, αλληλοσπορά: Με την αμειψισπορά διατηρείται η γονιμότητα του εδάφους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοσπορά — η η καλλιέργεια διαφόρων φυτών στον ίδιο αγρό διαδοχικά, αλλιώς αμειψισπορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σπορά] …   Dictionary of Greek

  • αμειψισπορία — η η αμειψισπορά …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… …   Dictionary of Greek

  • μικροβιολογία — Η επιστήμη που μελετά τους βιολογικούς και ανοσοβιολογικούς χαρακτήρες των βακτηριδίων. Η ύπαρξη πολύ μικρών οργανισμών, ικανών να προκαλέσουν και να μεταδώσουν λοιμώδη νοσήματα στον άνθρωπο, στα ζώα και στα φυτά, άρχισε να απασχολεί τον 16o… …   Dictionary of Greek

  • μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”